- κολοβόχειρ
- κολοβόχειρ, -ειρος, ὁ, ἡ (AM)αυτός που έχει κολοβό χέρι ή χέρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + χείρ (πρβλ. αριστερό-χειρ, καρτερό-χειρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολοβός — (Colobus). Γένος πιθήκων της υποοικογένειας των κολοβινών. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 43 έως 70 εκ. και της ουράς τους από 55 έως 90 εκ. Έχουν λεπτό τρίχωμα σαν μετάξι με χρώμα που ποικίλλει. Η μύτη τους προεξέχει και το διάφραγμά… … Dictionary of Greek